χρηματολογικός

χρηματολογικός
η , ό[ν]
1) вымогательский; 2) стяжательский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "χρηματολογικός" в других словарях:

  • χρηματολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρηματολογία. επίρρ... χρηματολογικώς και χρηματολογικά Ν με χρηματολογικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηματολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Επ. Δεληγεώργη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»